- οππόσος
- ὁππόσος, -η, -ον (Α)(επικ. τ.) (αντων.) βλ. οπόσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁππόσος — ὁπόσος as many masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… … Dictionary of Greek